τρόχμαλος — rolled stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχμαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. (πετρογρ.) βραχώδης μάζα που έχει αποσπαστεί από ένα κύριο βραχώδες σώμα και είναι ελαφρώς αποστρογγυλωμένη ή λειασμένη, αλλ. λίθος μσν. αρχ. στον πληθ. οἱ τρόχμαλοι και ως ουδ. τὰ τρόχμαλα φράχτης από πέτρες, ξερολιθιά αρχ. (ενν.… … Dictionary of Greek
τροχμάλους — τρόχμαλος rolled stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχμάλῳ — τρόχμαλος rolled stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχμαλοι — τρόχμαλος rolled stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχμαλον — τρόχμαλος rolled stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίμαλλον — τὸ, Α πιθ. σωρός λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. ανώμαλα σχηματισμένος αντί τής λ. τρόχμαλος*] … Dictionary of Greek
τρόχαλος — ο, Ν σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ επίδραση τού τ. τρόχμαλος] … Dictionary of Greek